μαναβική — η [μανάβης] το επάγγελμα τού μανάβη … Dictionary of Greek
μαναβική — η το επάγγελμα του μανάβη: Άρχισε να φέρνει στο μαγαζί του και είδη μαναβικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)